τύμβος

τύμβος
τύμβος, ,
A sepulchral mound, cairn, barrow,

τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί Od.1.239

, cf. Il.2.604,793, Hdt.1.45, etc.; τύμβον χεῦαι (cf. τυμβοχοέω) Od.4.584, 12.14, 24.80;

χῶσαι S.Ant. 1203

;

στήλῃ κεκλιμένος . . ἐπὶ τύμβῳ Il.11.371

.
2 generally, tomb, grave, Pi.O.1.93, A.Ch.92, etc.; θρηνεῖν πρὸς τύμβον, of one who will not hear, ib.926; ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών like an old man from the grave, as old Philocleon says scoffingly to his son, Ar.V. 1370.
3 tombstone with the figure of the dead,

τ. ξεστός E.Alc. 836

, cf. AB309.
II metaph., γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, E. Med.1209, Heracl.167;

ὦ τύμβε Ar.Lys.372

. [Dat. sg. τυμοι, i.e. τύμῳ [pron. full] [ῡ], in three metr. epitaphs, IG9(1).869,870 (Corc., vi B. C.), prob. in IG12(9).285.10 (Eretria, = Supp.Epigr.1.409).]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τύμβος — sepulchral mound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

  • τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… …   Dictionary of Greek

  • τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”